- φυτούργημα
- -ήματος, τὸ, Α [φυτουργῶ]1. περιποίηση φυτών, φυτουργία*2. αυτό που φυτεύεται, φυτό3. τόπος κατάφυτος, κήπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτούργημα — care of plants neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτουργήματα — φυτούργημα care of plants neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)